- πηγάνιον
- πηγάν-ιον, τό,A = πήγανον, Thphr.HP1.10.4 (pl.), Nic.Th.531, Al.49.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πηγάνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγάνιον — τὸ, ΜΑ βλ. πηγάνιος … Dictionary of Greek
πηγανίου — πηγάνιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγανίων — πηγάνιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγανίῳ — πηγάνιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγάνιος — ον, ΜΑ [πήγανον] 1. ο πηγάνινος* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πηγάνιον το πήγανο … Dictionary of Greek